ἀμφιβίους

ἀμφιβίους
ἀμφίβιος
living a double life
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμφιβίωση — η (Βιολ.) όρος που αφορά στους αμφίβιους οργανισμούς, δηλ. στους οργανισμούς που είναι ικανοί να ζουν σε δύο φάσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”